φθίνω — βλ. πίν. 172 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: φθίνω : απαντάται και η λόγια μτχ. ενεστώτα ως επίθετο, κυρίως στο θηλυκό (φθίνουσα → που παρουσιάζει συνεχή μείωση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φθινώ — άω ή έω, ΜΑ φθίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τού τ. δεν θεωρείται πιθανή, βλ. λ. φθίνω] … Dictionary of Greek
φθίνω — 1. κλείνω προς το τέλος, βαδίζω προς τη λήξη μου, ελαττώνομαι συνέχεια, τελειώνω, λιγοστεύω. 2. μτφ., μαραίνομαι, πέφτω σε μαρασμό, μαραζιάζω, αργοσβήνω, λιώνω: Η υγεία του φθίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινῶ — φθινάω pres imperat mp 2nd sg φθινάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φθινάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φθινάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φθινάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) φθινάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθίνω — φθί̱νω , φθίω ks̥i pres subj act 1st sg φθί̱νω , φθίω ks̥i pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
φθισίμβροτος — και φθισίβροτος, ον, Α (επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + (μ)βροτος (< βροτός* «θνητός»). Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) … Dictionary of Greek